- κοσκινευτής
- κοσκῐν-ευτής, οῦ, ὁ,A one who sifts, winnows, PSI4.365.18 (iii B. C.), PCair.Zen. 292.484 (iii B. C.), al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσκινευτής — κοσκινευτής, ὁ (Α) [κοσκινεύω] αυτός που κοσκινίζει, ο κοσκινιστής … Dictionary of Greek